-
1 ἕρπω
a moveἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as counterfeit Δ. 2. 1. εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι comes O. 13.105b advance, continue in temporal sense. “ θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140 ( ἀρετὰν)εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( ἕρποι v. l.) I. 4.40μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
c in tmesis. ποτὶ χρόνος ἕρποι (v. ποτιέρπω) N. 7.68
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский